Το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού με τίτλο «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ορχηστρικής μουσικής απόδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, στο πλαίσιο της διαφύλαξης και ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς», κατά την άποψή μας, επιχειρεί να επιβάλλει παράλογες απαγορεύσεις και ποσοστώσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, αλλά και σε κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων και εμπορικών κέντρων, ακόμα και σε χρηματοδοτούμενα οπτικοακουστικά έργα.
Όσον αφορά στη ραδιοφωνία, στο κεφάλαιο Γ του σχεδίου νόμου περιλαμβάνονται διατάξεις (άρθρο 7), οι οποίες παρέχουν «κίνητρα» σε ραδιοφωνικούς σταθμούς (ενημερωτικούς και μη) για την αύξηση του χρόνου μετάδοσης ελληνόφωνου τραγουδιού και ορχηστρικής μουσικής απόδοσης ελληνόφωνου τραγουδιού, προβλέποντας τη δυνατότητα προσαύξησης του επιτρεπόμενου διαφημιστικού χρόνου, ανάλογα με το ποσοστό της αύξησης των ελληνόφωνων τραγουδιών, εφαρμόζοντας συγκεκριμένη κλίμακα και διαδικασία.
Η αιφνιδιαστική αυτή νομοθετική πρωτοβουλία ελέγχεται ως προς τη σκοπιμότητα, τη συνταγματικότητα και τη συμβατότητά της με το Ενωσιακό Δίκαιο. Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις του άρθρου 7:
- Εισέρχονται στον πυρήνα του δικαιώματος του κάθε επιχειρηματία, φορέα της ραδιοφωνικής επιχείρησης, να διαμορφώνει το προϊόν του. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί είναι μέσα διάδοσης απόψεων και πληροφοριών, αλλά και φορείς μετάδοσης πολιτιστικών αγαθών. Περιορισμοί στην άσκηση της ραδιοφωνικής δραστηριότητας βρίσκουν όριο στα άρθρα 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 Συντ., περί ελευθερίας έκφρασης και διάδοσης πληροφοριών, αλλά και στα άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 Συντ., τα οποία εγγυώνται την ελευθερία των επιχειρηματιών στον καθορισμό του ειδικότερου προσανατολισμού του ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος και την ευχέρεια των προγραμματικών επιλογών, για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου οικονομικού αποτελέσματος. Υπό την έννοια αυτή, οι υπό κρίση διατάξεις εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, δημιουργώντας παράλληλα ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στην αγορά και τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό. Εγείρουν ζητήματα και σε σχέση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της Τέχνης (άρθρο 16 Συντ.), καθόσον η μουσική, αναπόσπαστο στοιχείο του ραδιοφωνικού προγράμματος, αποτελεί κατεξοχήν έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας, η οποία δεν υπόκειται σε περιορισμούς.
- «Τιμωρούν» τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που μεταδίδουν μόνο ελληνική μουσική, οι οποίοι μάλιστα έχουν ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό και κατατάσσονται στις πρώτες θέσεις ακροαματικότητας. Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι τα αναφερόμενα στο σχέδιο νόμου ως «κίνητρα» αφορούν αποκλειστικά στους ραδιοφωνικούς σταθμούς ξενόγλωσσου ή μεικτού ρεπερτορίου και όχι στις επιχειρήσεις εκείνες που, στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και κατά την ενάσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων τους, έχουν επιλέξει και στηρίζουν το ελληνικό τραγούδι. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και στρεβλώσεις στην αγορά, καθόσον, εν ονόματι της δήθεν προώθησης του ελληνόφωνου τραγουδιού, «πριμοδοτούνται» ραδιοφωνικοί σταθμοί που εν τέλει θα μεταδίδουν λιγότερο ελληνόφωνο τραγούδι από τους υφιστάμενους σταθμούς που ήδη εκπέμπουν αποκλειστικά ελληνικό πρόγραμμα. Ακόμα περισσότερο, οδηγούμαστε στην εξής παράδοξη και στρεβλή συνθήκη: Ραδιοφωνικοί σταθμοί που θα «πριμοδοτηθούν» για να εκπέμψουν αποκλειστικά ελληνικό πρόγραμμα θα βρεθούν σε ευνοϊκότερη θέση από σταθμούς που εδώ και χρόνια προωθούν αποκλειστικά το ελληνικό τραγούδι (αφού οι σταθμοί αυτής της κατηγορίας δεν υπάγονται καν στο πεδίο εφαρμογής των προτεινόμενων ρυθμίσεων). Πέραν αυτού, εισάγεται ανεπίτρεπτη διάκριση σε βάρος Ελλήνων μουσικών που, προκειμένου να έχουν διεθνή απήχηση, εκφράζονται μέσω ξενόγλωσσου στίχου. Και εδώ δημιουργείται το ερώτημα: Μας ενοχλεί η εξαγωγή του Ελληνικού πολιτισμού;
- Οδηγούν σε ομογενοποίηση του εκπεμπόμενου προγράμματος όλων των σταθμών. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις ωθούν τους επιχειρηματίες να επιλέξουν μοντέλα τυπολογίας, χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς χαρακτήρα, αφού κίνητρο για τις προγραμματικές επιλογές είναι η ανάμιξη ελληνικής και ξένης μουσικής, η αύξηση του ποσοστού της πρώτης και όχι η ανάδειξη συγκεκριμένης ταυτότητας. Ένα βασικό χαρακτηριστικό των ραδιοφώνων που εκπέμπουν στα FM είναι ο θεματικός τους χαρακτήρας. Εάν εξαιρέσουμε τα ενημερωτικά ραδιόφωνα (τα οποία αποτελούν μικρό ποσοστό στην Ελληνική Επικράτεια), το πρόγραμμα των μουσικών σταθμών δομείται πάνω σε συγκεκριμένο είδος μουσικής (π.χ. έντεχνο, λαϊκό τραγούδι, ροκ, ποπ μουσική, jazz, κλασική μουσική, κ.ά.). Αυτό προσδίδει την ταυτότητα του κάθε ραδιοφώνου, πάνω στην οποία χτίζεται η σχέση με τον ακροατή. Σε ένα ομογενοποιημένο περιβάλλον πλήττεται και το ελληνόφωνο τραγούδι, αφού οι σταθμοί που μεταδίδουν σήμερα αποκλειστικά ελληνικό ρεπερτόριο (με διακρίσεις όπως έντεχνο, λαϊκό κλπ.) και, σε μεγάλο βαθμό, στηρίζουν τους Έλληνες δημιουργούς και ερμηνευτές μέσω παράπλευρων δραστηριοτήτων (π.χ. συνεντεύξεις, χορηγίες επικοινωνίας μουσικών παραστάσεων, οργάνωση συναυλιών/εκδηλώσεων), χάνουν αυτή την ξεχωριστή φυσιογνωμία τους.
- Στην πραγματικότητα δεν παρέχουν κανένα κίνητρο σε διαφημιστές και διαφημιζομένους. Η απώλεια της ταυτότητας και του θεματικού χαρακτήρα του μέσου δημιουργεί προϊόντα που κάθε άλλο παρά ελκυστικά είναι. Άρα, η παραχώρηση επί πλέον διαφημιστικού χρόνου δεν έχει κανένα νόημα, αφού δεν είναι ικανή να προσελκύσει διαφήμιση.
- Κατ’ αποτέλεσμα, ωθούν τους ακροατές να στραφούν προς ψηφιακές μουσικές υπηρεσίες (spotify), εγκαταλείποντας το παραδοσιακό ραδιόφωνο, με προφανείς κινδύνους για τη βιωσιμότητα του μέσου.
- Έρχονται να ανατρέψουν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο, το οποίο εδράζεται στις διατάξεις της ευρωπαϊκής οδηγίας ΕΕ 2018/1808 «για την τροποποίηση της οδηγίας 2010/13/ΕΕ για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) ενόψει των μεταβαλλόμενων συνθηκών της αγοράς για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων». Πρόκειται για την οδηγία που, με τις τροποποιήσεις που έχουν λάβει χώρα μέχρι σήμερα, ισχύει από το 1989 (βλ. αρχική οδηγία 89/552/ΕΟΚ «τηλεόραση χωρίς σύνορα»), οι δε διατάξεις της, παρότι κατά γράμμα αφορούν στην τηλεόραση και τις οπτικοακουστικές υπηρεσίες, διαχρονικά στην Ελλάδα εφαρμόζονται και στο ραδιόφωνο [βλ. άρθρο 8 ν. 2328/1995 – πρβλ. και ΣτΕ 822/2018]. Η βούληση του Έλληνα νομοθέτη ήταν να εφαρμόζονται, ως προς τη ραδιοφωνική διαφήμιση και τη χορηγία των ραδιοφωνικών εκπομπών, οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπουν την τηλεοπτική διαφήμιση και τη χορηγία των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Με βάση αυτές τις ρυθμίσεις του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, έχει εδώ και χρόνια διαμορφωθεί η αγορά και οι ραδιοφωνικές επιχειρήσεις έχουν κατανείμει αναλόγως τον προς διάθεση διαφημιστικό χρόνο, προσαρμόζοντας σε αυτόν τις ανάγκες και την εμπορική τους πολιτική. Καμία ανάγκη δεν επιβάλλει την ανατροπή της ήδη διαμορφωμένης και επί χρόνια ισχύουσας κατάστασης, πολύ δε περισσότερο που δεν υφίσταται κανένας λόγος να επιβαρυνθούν οι ακροατές/καταναλωτές και να γίνουν αποδέκτες υπερβολικής ποσότητας διαφημίσεων. Αυτό αποτελεί μία από τις βασικές παραδοχές της παραπάνω Ευρωπαϊκής Οδηγίας, στο προοίμιο της οποίας τονίζεται ότι παρότι είναι σημαντική να υπάρχει ευελιξίας ως προς τον χρόνο προβολής της διαφήμισης, ώστε να μεγιστοποιείται η ζήτηση διαφημιζομένων «πρέπει, εντούτοις, να διατηρηθεί επαρκές επίπεδο προστασίας των καταναλωτών ως προς το ζήτημα αυτό, επειδή η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να εκθέσει τους θεατές σε υπερβολική ποσότητα διαφημίσεων».
Εν κατακλείδι, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αγνοούν τα βασικά χαρακτηριστικά της ραδιοφωνικής αγοράς, τόσο ως προς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του μέσου, όσο και ως προς τον τρόπο κατανομής της διαφήμισης τα τελευταία 30 χρόνια.
Η ΕΙΙΡΑ υπογραμμίζει ότι οι προτεινόμενες διατάξεις, όπως και το σύνολο των ρυθμίσεων που έχουν περιληφθεί στο σχέδιο νόμου, επιχειρούν να «φορέσουν» σχολική ποδιά άλλων εποχών και άλλων καθεστώτων, εισάγοντας έναν ιδιότυπο εθνικισμό περιεχομένου, χωρίς λόγο και αιτία.
Ζητούμε την απόσυρση της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας