ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΙ «ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΟΔΙΑ» ΣΤΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΝΑ ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΥΡΩΣΕΙ ΤΗΝ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΡΑΔΙΟΦΩΝΩΝ.
ΜΕ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Με ιδιαίτερη έκπληξη ενημερωθήκαμε ότι αναρτήθηκε στη Διαύγεια σχέδιο νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο επιχειρεί να επιβάλλει παράλογες απαγορεύσεις και ποσοστώσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, αλλά και σε κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων και εμπορικών κέντρων, ακόμα και σε χρηματοδοτούμενα οπτικοακουστικά έργα.
Ειδικότερα στη ραδιοφωνία, η ανελεύθερη παρέμβαση, δια της μορφής κινήτρων να αυξηθούν τα ελληνικά τραγούδια σε εκείνες τις ραδιοφωνικές επιχειρήσεις που «μεταδίδουν μερικώς ξενόγλωσσο μουσικό ρεπερτόριο» συνιστά αλλαγή τυπολογίας και χαρακτήρα του ραδιοφωνικού σταθμού, ενώ εγείρει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης κάθε επιχειρηματία να διαμορφώνει το προϊόν του.
Στο εν λόγω σχέδιο νόμου με τίτλο «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού κλπ» περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, διατάξεις οι όποιες προβλέπουν τη δυνατότητα προσαύξησης του επιτρεπόμενου διαφημιστικού χρόνου για ραδιοφωνικούς σταθμούς που αυξάνουν το ποσοστό μετάδοσης ελληνόφωνων τραγουδιών. Πέραν της ατυχούς διατύπωσης και των νομοτεχνικών αστοχιών της προτεινόμενης ρύθμισης, η τελευταία, στο μέτρο που εισέρχεται στον πυρήνα της διαμόρφωσης του ραδιοφωνικού προγράμματος από τον εκάστοτε φορέα της επιχείρησης, εγείρει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης (άρθρα 14 Συντ. και 10 της ΕΣΔΑ), το δικαίωμα επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρα 5 και 106 Συντ.), δημιουργώντας παράλληλα ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στην αγορά, τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό.
Η προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία εισήχθη χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση με τους εκπροσώπους του κλάδου και κυρίως χωρίς να αξιολογηθούν οι συνέπειες της στο ραδιοφωνικό τοπίο, στην πραγματικότητα «τιμωρεί» τους υπάρχοντες ραδιοφωνικούς σταθμούς που έχουν επιλέξει να μεταδίδουν μόνο ελληνική μουσική, οι οποίοι μάλιστα είναι πολλοί και, αυτή την περίοδο, έχουν την μεγαλύτερη απήχηση στους ακροατές. Και αυτό αναδεικνύει την προχειρότητα με την οποία έχει γραφεί, χωρίς καμία γνώση του ραδιοφωνικού τοπίου και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ραδιοφωνικής αγοράς.
Πέραν των ανωτέρω, εισάγεται ανεπίτρεπτη διάκριση σε βάρος Ελλήνων μουσικών που, προκειμένου να έχουν διεθνή απήχηση, εκφράζονται μέσω ξενόγλωσσου στίχου.
Η προτεινόμενη ρύθμιση ωθεί τους επιχειρηματίες σε ομογενοποίηση του εκπεμπόμενου προγράμματος, χωρίς συγκεκριμένη φυσιογνωμία, χωρίς χαρακτήρα, αφού κίνητρο στις προγραμματικές επιλογές θα είναι η ανάμειξη ελληνικής και ξένης μουσικής, χωρίς ταυτότητα, προκειμένου να εκπληρωθούν οι προβλέψεις του νόμου. Εάν σήμερα υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τα ραδιόφωνα των FM, αυτός είναι ο θεματικός τους χαρακτήρας, η ιδιαίτερη ταυτότητα του κάθε σταθμού, πάνω στην οποία έχει χτιστεί η σχέση με τον ακροατή.
Αποτέλεσμα της στρεβλής και επικίνδυνης ρύθμισης θα είναι να στραφούν οι ακροατές του ραδιοφώνου προς ψηφιακές μουσικές υπηρεσίες (spotify), εγκαταλείποντας το παραδοσιακό ραδιόφωνο, με προφανείς κινδύνους για τη βιωσιμότητα του μέσου.
Περαιτέρω, η προτεινόμενη ρύθμιση έρχεται να ανατρέψει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τη ραδιοφωνική διαφήμιση, το οποίο εδράζεται στις διατάξεις της ευρωπαϊκής οδηγίας ΕΕ 2018/1808 για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, οι οποίες διαχρονικά στην Ελλάδα εφαρμόζονται και στο ραδιόφωνο, ήδη από την ενσωμάτωση της πιο πάνω οδηγίας στην αρχική της μορφή (οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «τηλεόραση χωρίς σύνορα»).
Με βάση αυτές τις ρυθμίσεις του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, εδώ και χρόνια έχει διαμορφωθεί η ραδιοφωνική αγορά και η κατανομή του διαφημιστικού χρόνου και καμία ανάγκη δεν επιβάλλει τη βίαιη ανατροπή της ήδη διαμορφωμένης και λειτουργικής διαφημιστικής ραδιοφωνικής αγοράς. Πολύ δε περισσότερο, δεν υφίσταται κανένας λόγος να επιβαρυνθούν οι ακροατές/καταναλωτές και να γίνουν αποδέκτες υπερβολικής ποσότητας διαφημίσεων.
Η ΕΙΙΡΑ υπογραμμίζει ότι οι προτεινόμενες διατάξεις, όπως και το σύνολο των ρυθμίσεων που έχουν περιληφθεί στο σχέδιο νόμου, επιχειρούν να «φορέσουν» σχολική ποδιά άλλων εποχών και άλλων καθεστώτων, εισάγοντας έναν ιδιότυπο εθνικισμό περιεχομένου, χωρίς λόγο και αιτία.
Ζητούμε την απόσυρση της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας.